- γεννᾶσθαι
- γεννάωbegetpres inf mp
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
вънегда — (191) относит. слово и союз. I. Относит. слово. Употребляется в качестве союзного слова в придат. предлож., относящихся к слову с временным знач.: а на просвѣщениѥ до ·г͠і· генва(р) м(с)ца. въньгда праздьни(к) коньчѩѥть(с). сп(с). ны с҃не б҃жии… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Monogenēs — To be distinguished from Monogenic (genetics), Monogenic system. Monogenēs (μονογενὴς) is a Greek word which may be used both as an adjective monogenēs pais only child, or only legitimate child, special child, and also on its own as a noun; o… … Wikipedia
ιδιόμορφος — η, ο (ΑΜ ἰδιόμορφος, ον) αυτός που έχει ιδιάζουσα μορφή ή ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και ιδιότητες (α. «ιδιόμορφο κτήριο» β. «ἰδιόμορφόν τι γεννᾱσθαι ζῷον», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + μορφος (< μορφή), πρβλ. πολύ μορφος, τερατό μορφος] … Dictionary of Greek
κύβος — (Γεωμ.). Ορθογώνιο παραλληλεπίπεδο του οποίου οι δώδεκα ακμές είναι ίσες. Ο κ. είναι κανονικό εξάεδρο, οι έδρες του αποτελούν τετράγωνα ίσα μεταξύ τους και οι οκτώ στερεές του γωνίες είναι τρισορθογώνιες. Αν α είναι το μήκος μιας ακμής του, τότε… … Dictionary of Greek
πρόχειλος — η, ο / πρόχειλος, ον, ΝΑ αυτός που έχει προχειλία, που τα χείλη του προεξέχουν, ο χειλάς («προχείλους καὶ πλατύρρινας γεννᾱσθαι», Στράβ.) αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πρόχειλα τα προεξέχοντα σημεία τών χειλιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + χειλος… … Dictionary of Greek
υδρογόνο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Η· είναι το πρώτο στοιχείο του περιοδικού συστήματος, έχει ατομικό 1, ατομικό βάρος 1,008 και δύο ισότοπα: ένα σταθερό (δευτέριο) με μάζα Η2 και ένα ραδιενεργό (τρίτιο) με μάζα Η3 και περίοδο υποδιπλασιασμού 12½ χρόνια … Dictionary of Greek
βασιλικό ύδωρ — Καθιερωμένη ονομασία μείγματος πυκνού υδροχλωρικού (ΗCl) και νιτρικού οξέος (ΗΝΟ3) εξαιτίας της ικανότητάς του να διαλύει τα ευγενή μέταλλα χρυσό και λευκόχρυσο. Το πυκνό θειικό οξύ (H2SO4) δε διασπά το HCl, σε αντίθεση με το HNO3 που είναι… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek